απειροστός

απειροστός
-ή, -ό
1. άπειρα μικρός, απειροελάχιστος
2. αυτός που έγινε και ξανάγινε πολλές φορές («σου το λέω για απειροστή φορά»)
3. (το ουδ.) απειροστό (ν)
α) το απειροελάχιστο μέρος μιας ποσότητας, το πολλοστημόριο
β) Μαθ. ποσότητα η απόλυτη τιμή της οποίας είναι μικρότερη από οποιαδήποτε πεπερασμένη θετική ποσότητα χωρίς όμως να είναι ακόμη μηδέν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άπειρος. Η λ. μαρτυρείται στον Ευγένιο Βούλγαρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απειροστός — ή, ό (τακτικό αριθμητικό του άπειρος), άπειρα μικρός, απειροελάχιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απειροστημόριο — το το απειροελάχιστο μέρος ενός ποσού ή μεγέθους, το απειροστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < απειροστός + μόριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον Νικηφόρο Θεοτόκη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”