- απειροστός
- -ή, -ό1. άπειρα μικρός, απειροελάχιστος2. αυτός που έγινε και ξανάγινε πολλές φορές («σου το λέω για απειροστή φορά»)3. (το ουδ.) απειροστό (ν)α) το απειροελάχιστο μέρος μιας ποσότητας, το πολλοστημόριοβ) Μαθ. ποσότητα η απόλυτη τιμή της οποίας είναι μικρότερη από οποιαδήποτε πεπερασμένη θετική ποσότητα χωρίς όμως να είναι ακόμη μηδέν.[ΕΤΥΜΟΛ. < άπειρος. Η λ. μαρτυρείται στον Ευγένιο Βούλγαρι].
Dictionary of Greek. 2013.